- ἀκερσεκόμας
- ᾰκερσεκόμας1 with unshorn hair, epithet of Apollo. ἀκερσεκόμᾳ Φοίβῳ (v. l. ἀκειρεκόμᾳ.) P. 3.14 τὸν ἀκερσεκόμαν Φοῖβον (Schr.: ἀκειρεκόμαν codd.) I. 1.7
ἀκερσεκόμα πάτερ Pae. 9.45
Lexicon to Pindar. William J.. 2010.
ἀκερσεκόμα πάτερ Pae. 9.45
Lexicon to Pindar. William J.. 2010.
Ἀκερσεκόμας — Ἀκερσεκόμᾱς , Ἀκερσεκόμης masc acc pl Ἀκερσεκόμᾱς , Ἀκερσεκόμης masc nom sg (epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκερσεκόμας — ἀκερσεκόμᾱς , ἀκερσεκόμης with unshorn hair masc acc pl (epic) ἀκερσεκόμᾱς , ἀκερσεκόμης with unshorn hair masc nom sg (epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)